δάπεδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάπεδο τα δάπεδα
      γενική του δαπέδου
δάπεδου
των δαπέδων
    αιτιατική το δάπεδο τα δάπεδα
     κλητική δάπεδο δάπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάπεδο < αρχαία ελληνική δάπεδον < δᾶ (γῆ) + πέδον, πέδου < πούς, ποδός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάπεδο ουδέτερο

  1. το έδαφος ενός δωματίου, αυλής, γηπέδου ή άλλου παρόμοιου χώρου που το έχουν ισιώσει και στρώσει με κάποιο υλικό (ξύλο, κονίαμα, πλακάκια, μάρμαρο, ψηφίδες που σχηματίζουν μια παράσταση κλπ)
    ψηφιδωτό δάπεδο
    ακριλικό δάπεδο γηπέδου
    φωτιστικό δαπέδου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]