δήμαρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δήμαρχος, Δάμαρχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δήμαρχος οι δήμαρχοι
      γενική του/της
του
δημάρχου
δήμαρχου
των δημάρχων
δήμαρχων
    αιτιατική τον/τη δήμαρχο τους/τις
τους
δημάρχους
δήμαρχους
     κλητική δήμαρχε δήμαρχοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δήμαρχος < αρχαία ελληνική δήμαρχος < δῆμος + ἄρχω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈði.maɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δή‐μαρ‐χος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δήμαρχος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και δημαρχίνα)

  1. εκλεγμένος τοπικός άρχοντας, επικεφαλής ενός δήμου
    ο δήμαρχος της πόλης υποσχέθηκε ότι θα λυθεί το πρόβλημα με τις θέσεις στάθμευσης
  2. (στην αρχαιότητα) ο αρχηγός ενός δήμου της αρχαίας Αθήνας
  3. (στην αρχαία Ρώμη) ο καθένας από τους δύο άρχοντες που εκπροσωπούσαν τους πληβείους

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • από δήμαρχος κλητήρας: για κάποιον που έχασε το αξίωμά του ή την υψηλή του θέση σε μια ιεραρχία και ξέπεσε
  • τα παράπονά σου στο δήμαρχο:
  1. άλλος είναι ο αρμόδιος για να σου λύσει το πρόβλημα
  2. (ειρωνικό) δεν ακούει και δεν θα ακούσει κανένας (ούτε εγώ) τα παράπονά σου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δήμαρχος οἱ δήμαρχοι
      γενική τοῦ δημάρχου τῶν δημάρχων
      δοτική τῷ δημάρχ τοῖς δημάρχοις
    αιτιατική τὸν δήμαρχον τοὺς δημάρχους
     κλητική ! δήμαρχε δήμαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημάρχω
γεν-δοτ τοῖν  δημάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δήμαρχος < δῆμος + ἄρχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δήμαρχος, -ου αρσενικό

  1. (στην Αθήνα) ο ετήσια εκλεγμένος άρχοντας καθενός από τους δήμους
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον περὶ Ἁγνίου κλήρου, 57 @scaife.perseus
    τοὺς δʼ ἀπογιγνομένους ἐν τοῖς δήμοις, οὓς ἂν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπαγγελλέτω ὁ δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον, τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἂν ἀπογένηται ἕκαστος αὐτῶν.
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδο-Δημοσθένης, Πρὸς Πολυκλέα περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, 6 @scaife.perseus
    ἐψηφίσασθε τάς τε ναῦς καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ τοὺς βουλευτὰς καὶ τοὺς δημάρχους καταλόγους ποιεῖσθαι τῶν δημοτῶν καὶ ἀποφέρειν ναύτας, καὶ διὰ τάχους τὸν ἀπόστολον ποιεῖσθαι καὶ βοηθεῖν ἑκασταχοῖ.
  2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
  3. (στις λοιπές πόλεις) ο εκλεγμένος άρχοντας του δήμου ή και ο αρχιδικαστής
  4. (στην Αίγυπτο) αρχηγός ή κυβερνήτης μιας περιφέρειας
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 6.2
    δεῖ τὸν μὲν δήμαρχον ἕκαστον ἐκ τῆς ἑωυτοῦ πόλιος συλλέξαντα πάντα τὸν κέραμον ἄγειν ἐς Μέμφιν, τοὺς δὲ ἐκ Μέμφιος ἐς ταῦτα δὴ τὰ ἄνυδρα τῆς Συρίης κομίζειν πλήσαντας ὕδατος.
    Ο κάθε δήμαρχος οφείλει να μαζέψει όλα τα πήλινα δοχεία από την πόλη του και να τα πάει στη Μέμφιδα, όπου στη Μέμφιδα τα γεμίζουν νερό και τα κουβαλούν σ᾽ αυτή την άνυδρη περιοχή της Συρίας.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. (στη Ρώμη) ο άρχοντας των πληβείων (tribunus plebis)

Συγγενικά

[επεξεργασία]