εαρινοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εαρινοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εαρινοποίηση
- εναλλακτικά: εαρινοποίησης
εαρινοποιήσεως θηλυκό