εξ αίματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξ αίματος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξ αἵματος < μεσαιωνική ελληνική ἐξ αἵματος < αρχαία ελληνική ἐξ αἵματος → δείτε τις λέξεις εκ και αίμα
Έκφραση
[επεξεργασία]εξ αίματος
- (νομικός όρος) από αίμα· που προκύπτει λόγω κοινής οικογενειακής καταγωγής
- ↪ Αυτή κι η μητέρα της συνδέονται με συγγένεια εξ αίματος πρώτου βαθμού.
- (επιθετικοποιημένο)
- ↪ Επιβεβαιώθηκε ότι είναι εξ αίματος συγγενείς.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δεσμός αίματος για σχέση δυνατής φιλίας ή συγγενική σχέση
- το αίμα νερό δε γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί είναι ακατάλυτοι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξ αίματος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αίμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αίμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αίμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)