αίμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἷμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίμα τα αίματα
      γενική του αίματος των αιμάτων
    αιτιατική το αίμα τα αίματα
     κλητική αίμα αίματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σχηματική παράσταση της κυκλοφορίας του αίματος
Δάχτυλο που χάνει αίμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αίμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἷμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.ma/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: αί‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αίμα ουδέτερο

  1. (ανατομία) το υγρό με κόκκινο χρώμα που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα του ανθρώπου κι άλλων ζώων (στα έντομα είναι κίτρινο) μέσω της καρδιάς, των αρτηριών και των φλεβών κι εξυπηρετεί πλήθος ζωτικών λειτουργιών, κυρίως την οξυγόνωση του εγκεφάλου και τη μεταφορά ουσιών
  2. (πληθυντικός) αίματα: μεγάλη ποσότητα αίματος [1]
  3. (συνεκδοχικά) η ανθρώπινη ζωή
    έδωσε το αίμα του για την πατρίδα
  4. η στενή βιολογική συγγένεια και ο συγγενής
    έχουμε το ίδιο αίμα
    είσαι αίμα μου
  5. η βιολογική φύση, η κληρονομικότητα, η φυσική ροπή, στην οποία αποδίδονται κάποια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες
    το 'χει στο αίμα του
    είναι στο αίμα του να σκοτώνει
  6. (μεταφορικά) ο βίαιος θάνατος, το φονικό, το μακελειό
    διψάει για αίμα
  7. (μεταφορικά) ο υπερβολικός κόπος και μόχθος
    το έχτισα με το αίμα μου
  8. οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε ένα έθνος ή μια φυλή, η καταγωγή
    ελληνικό αίμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται να μεταφερθούν οι ορισμοί στα λήμματα των εκφράσεων)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

επίσης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αίμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)