ηδονολάτρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηδονολάτρισσα < θηλυκό του ηδονολάτρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηδονολάτρισσα θηλυκό
- η ηδονίστρια, αυτή που λατρεύει τις ηδονές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηδονολάτρισσα
|