ηδύοσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηδύοσμος < αρχαία ελληνική ἡδύοσμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηδύοσμος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηδύοσμος
ηδύοσμος αρσενικό