ηδύποτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἡδύποτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηδύποτο τα ηδύποτα
      γενική του ηδύποτου των ηδύποτων
    αιτιατική το ηδύποτο τα ηδύποτα
     κλητική ηδύποτο ηδύποτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηδύποτο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηδύποτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡδύποτον, ουδέτερο του ἡδύποτος < ἡδύς (ηδύ-) + πότος (< πίνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈði.po.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐δύ‐πο‐το

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηδύποτο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ηδύποτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ηδύποτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηδύποτος