θέρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέρισμα < μεσαιωνική ελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θερίζω
θέρισμα ουδέτερο