θέσμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέσμιο | τα | θέσμια |
γενική | του | θέσμιου | των | θέσμιων |
αιτιατική | το | θέσμιο | τα | θέσμια |
κλητική | θέσμιο | θέσμια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέσμιο < αρχαία ελληνική θέσμιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέσμιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θέσμιο
|