θανάσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θανάσης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θανάσης οι θανάσηδες
      γενική του θανάση των θανάσηδων
    αιτιατική τον θανάση τους θανάσηδες
     κλητική θανάση θανάσηδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θανάσης < πιθανολογείται από θάνατος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θaˈna.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐νά‐σης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θανάσης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]