ιέρεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιέρεια οι ιέρειες
      γενική της ιέρειας των ιερειών
    αιτιατική την ιέρεια τις ιέρειες
     κλητική ιέρεια ιέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιέρεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱέρεια, θηλυκό του ἱερεύς[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈe.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐έ‐ρει‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιέρεια θηλυκό

  1. γυναίκα με ιερατικά καθήκοντα
  2. (μεταφορικά) γυναίκα αφοσιωμένη σε μια τέχνη (πχ μουσική, χορός)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]