ιαβέρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιαβέρειος < Ιαβέρης
Επίθετο
[επεξεργασία]ιαβέρειος -α -ο
- άτεγκτος, ανάλογος με τον χαρακτήρα του Ιαβέρη, του ήρωα του μυθιστορήματος του Β. Ουγκό "Οι Άθλιοι"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιαβέρειος
|