ιατροφαρμακευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιατροφαρμακευτικός < → λείπει η ετυμολογία(μαρτυρείται από το 1803)[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ιατροφαρμακευτικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιατροφαρμακευτικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 480, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου