ιβοριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ιβοριανός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την Ακτή Ελεφαντοστού ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιβοριανός
|