κάλμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάλμα οι κάλμες
      γενική της κάλμας
    αιτιατική την κάλμα τις κάλμες
     κλητική κάλμα κάλμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάλμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική calma < υστερολατινική cauma < αρχαία ελληνική καῦμα < καίω (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάλμα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) νηνεμία
     συνώνυμα: άπνοια, γαλήνη, μπουνάτσα
     αντώνυμα: θαλασσοταραχή
  2. (μεταφορικά) αταραξία, ηρεμία
  3. (οικονομία) (εμπορική) απραξία, αδράνεια

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

κάλμα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]