κάλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λου
- τονικό παρώνυμο: καλού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κάλου αρσενικό