κάμπινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάμπινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική camping[1] με μεταγραφή ⟨ng⟩ > ⟨νγκ⟩ σε ξενική λέξη για την αποφυγή της προφοράς [g] < camp
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkam.piŋ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάμ‐πινγκ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάμπινγκ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάμπινγκ
→ δείτε τη λέξη κάμπιγκ |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κάμπιγκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)