κάμπιγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάμπιγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική camping[1] < camp < μέση αγγλική camp (πεδίο μάχης, ανοικτό πεδίο) < αγγλοσαξονικά camp < πρωτογερμανική *kampą < λατινικά campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp- (κάμπτω, λυγίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkam.piŋ(ɡ)/ από μερικούς ομιλητές, με προφερόμενο τελικό [g]
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμ‐πινγκ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάμπιγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. ειδικός χώρος με διάφορες εγκαταστάσεις (τουαλέτες κ.λπ.), όπου μπορεί κάποιος να στήσει μια σκηνή και να κατασκηνώσει ή να παρκάρει το τροχόσπιτο
  2. τρόπος διακοπών ή διαβίωσης σε σκηνή ή τροχόσπιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]