κάμφορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμφορα | οι | κάμφορες |
γενική | της | κάμφορας | των | καμφορών |
αιτιατική | την | κάμφορα | τις | κάμφορες |
κλητική | κάμφορα | κάμφορες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάμφορα < → δείτε τη λέξη καμφορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάμφορα θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του καμφορά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάμφορα
|