κάνναβης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κάνναβης θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- καννάβεως (λόγιο)
κάνναβης θηλυκό