κάντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάντρο τα κάντρα
      γενική του κάντρου των κάντρων
    αιτιατική το κάντρο τα κάντρα
     κλητική κάντρο κάντρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάντρο < λατινικά quadro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάντρο ουδέτερο

  • το κάδρο → δείτε τη λέξη .

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]