καλαμπαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλαμπαλίκι | τα | καλαμπαλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καλαμπαλίκι | τα | καλαμπαλίκια |
κλητική | καλαμπαλίκι | καλαμπαλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαμπαλίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαμπαλίκι < οθωμανική τουρκική قالابالق (συνωστισμός, > τουρκική kalabalık) < θέμα από την αραβική غَلَبَة (γalaba, ?)→ λείπει η μετάφραση (< ρίζα غ ل ب (ḡ-l-b)) + ـلق (-lık)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.la.baˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπα‐λί‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαμπαλίκι ουδέτερο (συχνά στον πληθυντικό)
- θόρυβος που προκαλείται από το συγκεντρωμένο πλήθος
- (αργκό) το αρχίδι, ο όρχις
- (στον πληθυντικό) → δείτε καλαμπαλίκια
- πρώιμη νεοελληνική πλήθος, → δείτε το μεσαιωνικό καλαμπαλίκι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- (ιδιωματικό: Κρήτη) χαλαμπαλίκι, χαλαμπαλίκια και ο τύπος καλαπαλούκι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Καλαμπαλίκης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλαμπαλίκι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- καλαμπαλίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαμπαλίκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قالابالق (συνωστισμός) → και δείτε περισσότερα στο νεοελληνικό καλαμπαλίκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαμπαλίκι ουδέτερο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 156 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
Πηγές
[επεξεργασία]- καλαμπαλίκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αραβικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)