κωλόμουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωλόμουνο ουδέτερο (αργκό) (χυδαίο)
- (κυριολεκτικά) αναφορά σε σεξουαλική επιθυμία ή πράξη που σχετίζεται με τον πρωκτό και το αιδοίο.
- Θέλετε λοιπόν να δείτε το κωλόμουνό μου, κύριοι; Εντάξει, αλλά θα σας κοστίσει λίγο ακριβά.
- υποτιμητικός χαρακτηρισμός ή προσφώνηση (αναξαρτήτως φύλου), παρόμοιος του μαλάκα
- Ρε κωλόμουνο, περούκα είναι αυτό που φοράς;