λάβδανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάβδανο τα λάβδανα
      γενική του λάβδανου των λάβδανων
    αιτιατική το λάβδανο τα λάβδανα
     κλητική λάβδανο λάβδανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάβδανο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάβδανο ουδέτερο

  1. φαρμακευτικό φυτό
  2. οπιούχο φαρμακευτικό παρασκεύασμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Labdanum στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]