μάγειρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάγειρος οι μάγειροι
      γενική του μαγείρου των μαγείρων
    αιτιατική τον μάγειρο τους μαγείρους
     κλητική μάγειρε μάγειροι
Συγκρίνετε με την κλίση του «μάγειρας».
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάγειρος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μάγειρος < μάσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάγειρος

  1. κρεοπώλης
  2. (επάγγελμα) επαγγελματίας που μαγειρεύει φαγητά με κρέας
  3. τραπεζοκόμος

Παράγωγα

[επεξεργασία]