μάγκανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάγκανο | τα | μάγκανα |
γενική | του | μάγκανου | των | μάγκανων |
αιτιατική | το | μάγκανο | τα | μάγκανα |
κλητική | μάγκανο | μάγκανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάγκανο < (ελληνιστική κοινή) μάγγανον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγκανο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του μάγγανο ή άλλη μορφή του μαγκάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάγκανο
|