μάθημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάθημα τα μαθήματα
      γενική του μαθήματος των μαθημάτων
    αιτιατική το μάθημα τα μαθήματα
     κλητική μάθημα μαθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάθημα < αρχαία ελληνική μάθημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάθημα ουδέτερο

  1. γνωστικό αντικείμενο που διδάσκεται σε σχολείο ή πανεπιστήμιο
    πήρα άριστα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών
  2. ενότητα ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
    στο πρώτο μάθημα των αρχαίων ελληνικών διδαχτήκαμε τους κανόνες τονισμού
  3. η διδασκαλία και παρακολούθηση ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
    πρέπει να φύγω, γιατί σε λίγο έχω μάθημα
  4. εμπειρία που αποκτιέται από ένα, συνήθως οδυνηρό, περιστατικό της ζωής
    με ξεγέλασαν, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα και άλλη φορά θα είμαι προσεκτικότερος στην επιλογή των φίλων μου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]