μάσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάσκα | οι | μάσκες |
γενική | της | μάσκας | των | μασκών |
αιτιατική | τη | μάσκα | τις | μάσκες |
κλητική | μάσκα | μάσκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάσκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική masque ή παλαιά ιταλική masca (προσωπίδα, δαίμονας, > ιταλική maschera) < υστερολατινική masca < πιθανόν, θέμα *maska- (μαύρος) < άγνωστης ετυμολογίας, κατά μία άποψη συνδεδεμένο με την αραβική مَسْخَرَة (masḵara, παλιάτσος). [1]
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/3b/Carnival_Masquerade_Mask.png/220px-Carnival_Masquerade_Mask.png)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/db/CPMC_Surgery_%28412142792%29.jpg/220px-CPMC_Surgery_%28412142792%29.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/62/Plastic_oxygen_mask_on_an_ER_patient.jpg/220px-Plastic_oxygen_mask_on_an_ER_patient.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/93/Scuba_half_mask.svg/220px-Scuba_half_mask.svg.png)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/e0/1961_Chrysler_New_Yorker%2C_front_view_%28low%29.jpg/220px-1961_Chrysler_New_Yorker%2C_front_view_%28low%29.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐σκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάσκα θηλυκό
- προσωπείο, προσωπίδα
- καλύπτρα των ματιών ή όλου του προσώπου για μεταμφίεση στις αποκριές ή σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες κάποιος θέλει να αποφύγει την αναγνώριση των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
- καλύπτρα κεφαλής και προσώπου (π.χ. του σκιέρ ή του μοτοσικλετιστή) για προστασία από το κρύο.
- προστατευτική συσκευή (π.χ. αντιασφυξιογόνα μάσκα) ή καλύπτρα του προσώπου κατά την διάρκεια επικίνδυνων εργασιών (π.χ. κατά την ηλεκτροσυγκόλληση).
- (ιατρική) κάλυψη της μύτης και του στόματος με ειδική καλύπτρα που προστατεύει από μικρόβια και ως ένα βαθμό από ιούς (ιατρική ή χειρουργική μάσκα).
- (ιατρική) συσκευή που τοποθετείται στο πρόσωπο ασθενούς για να του παράσχει π.χ. οξυγόνο
- (κοσμετολογία) μάσκα προσώπου ή μαλλιών, δηλαδή κρέμα που καλύπτει για αρκετή ώρα όλο το πρόσωπο ή το τριχωτό με στόχο την ενυδάτωση ή τη σύσφιξη κ.ά.
- το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, εκεί που τοποθετείται ο αριθμός κυκλοφορίας του, ο μπροστινός προφυλακτήρας και τα φώτα.
- (ναυτικός όρος) τα πλαϊνά της πλώρης, τα πλευρά της
- αντικείμενο από καουτσούκ με γυαλί και πλαστικό γύρω γύρω απ' αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για καταδύσεις.
- (πληροφορική) mask: οντότητα που χρησιμοποιείται ως πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία (με αντιγραφή), μεταβολή και σύγκριση παρόμοιων οντοτήτων
- → δείτε τη λέξη bitmask
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμασκάρευτος
- μάσκαρα
- μασκαράς & συγγενικά
- μασκέ
- μασκότ
- μασκοφόρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάσκα
|
ιατρική-χειρουργική μάσκα, κάλλυμα μύτης και στώματος
→ δείτε τη λέξη χειρουργική μάσκα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)