μπάφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπάφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάφος οι μπάφοι
      γενική του μπάφου των μπάφων
    αιτιατική τον μπάφο τους μπάφους
     κλητική μπάφε μπάφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάφος < (ηχομιμητική λέξη) (παφ / μπαφ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπάφος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]