μπάφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάφος | οι | μπάφοι |
γενική | του | μπάφου | των | μπάφων |
αιτιατική | τον | μπάφο | τους | μπάφους |
κλητική | μπάφε | μπάφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπάφος < (ηχομιμητική λέξη) (παφ / μπαφ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπάφος αρσενικό
- (αργκό) το τσιγαριλίκι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπάφος
|