μπέμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπέμπα | οι | μπέμπες |
γενική | της | μπέμπας | — | |
αιτιατική | την | μπέμπα | τις | μπέμπες |
κλητική | μπέμπα | μπέμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μπέμπα < μπέμπ(ης) + -α < (άμεσο δάνειο) αγγλική baby[1] Δείτε και μπεμπέκα διαφορετικού ετύμου.
- για το αυτοκίνητο < μπεμβέ < Μπε-Εμ-Βε < BMW
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈbe.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπέ‐μπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπέμπα θηλυκό
- θηλυκό του μπέμπης, το θηλυκό μωρό
- (μεταφορικά) χαϊδευτικό για τη γυναίκα
- (προφορικό, χαϊδευτικό, λογοπαίγνιο) αυτοκίνητο της γερμανικής μάρκας BMW
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μπέμπης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπέμπα
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μπέμπα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Bemba. Εννοείται η λέξη γλώσσα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈbem.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπέ‐μπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπέμπα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Bemba language στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπέμπης, μπέμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)