νάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νᾶμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νάμα τα νάματα
      γενική του νάματος των ναμάτων
    αιτιατική το νάμα τα νάματα
     κλητική νάμα νάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νάμα < αρχαία ελληνική νᾶμα < νάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (ρέω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νάμα ουδέτερο

  1. το νερό της πηγής
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε αναζωογονεί ή εμπνέει
    τα νάματα της σοφίας
  3. το κρασί της Θείας Κοινωνίας που πωλείται όμως και στην αγορά (απ' τα ίδια αμπέλια και βαρέλια)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]