νάρθηκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νάρθηκας οι νάρθηκες
      γενική του νάρθηκα των ναρθήκων
    αιτιατική τον νάρθηκα τους νάρθηκες
     κλητική νάρθηκα νάρθηκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νάρθηκας < αρχαία ελληνική νάρθηξ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnaɾ.θi.kas/
νάρθηκας χριστιανικού ναού
νάρθηκας χειρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νάρθηκας αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) χώρος στην είσοδο των χριστιανικών ναών, ο οποίος στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες προοριζόταν για τους κατηχούμενους
     συνώνυμα: πρόναος
  2. (ιατρική) μέσο για την ακινητοποίηση ενός άκρου που έχει υποστεί ελαφρό κάταγμα· συνήθως αποτελείται από γύψο που αγκαλιάζει τη μισή περίμετρο του σκέλους και δένεται με επίδεσμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]