νέκρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νεκρά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νέκρα οι νέκρες
      γενική της νέκρας
    αιτιατική τη νέκρα τις νέκρες
     κλητική νέκρα νέκρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νέκρα < νεκρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νέκρα θηλυκό

  1. η έλλειψη ζωής, ζωντάνιας, κίνησης
  2. βουβαμάρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]