νέκρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νέκρωμα < μεσαιωνική ελληνική νέκρωμα < αρχαία ελληνική νεκρόω / νεκρῶ < νεκρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέκρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του νεκρώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νέκρωμα
|