νέοπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νέοπας οι νέοπες
      γενική του νέοπα των νεόπων
    αιτιατική τον νέοπα τους νέοπες
     κλητική νέοπα νέοπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νέοπας < νέ(ος) + -οπας < -ωψ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νέοπας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη νέος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]