νέρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νέρωμα | τα | νερώματα |
γενική | του | νερώματος | των | νερωμάτων |
αιτιατική | το | νέρωμα | τα | νερώματα |
κλητική | νέρωμα | νερώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νερώνω, η προσθήκη νερού σε κάποιο υγρό προς αραίωσή του, νόθευση ή ελάττωση της έντασής του