ξάμπελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάμπελο τα ξάμπελα
      γενική του ξάμπελου των ξάμπελων
    αιτιατική το ξάμπελο τα ξάμπελα
     κλητική ξάμπελο ξάμπελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξάμπελο < ξε και αμπέλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξάμπελο ουδέτερο

  • το παρατημένο, εγκαταλελειμένο αμπέλι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]