ξάναμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξάναμμα μεσαιωνική ελληνική < ξανάβω < ἐξανάπτω (αναρτώ και ξανανάβω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξάναμμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η έξαψη, η αίσθηση καύσου που συχνά (αλλά όχι πάντα) συνοδεύεται από ερυθρότητα στο πρόσωπο, το αναψοκοκκίνισμα
- ταραχή από οργή ή θυμό
- ευχάριστη οργανική αναστάτωση, διέγερση ερωτική
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξάναμμα
|