ξέπλεχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξέπλεχτος -η -ο ( & ξέπλεγος & ξέπλεκος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέπλεχτος
→ δείτε τη λέξη ξέπλεκος |