ξέστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξέστρα | οι | ξέστρες |
γενική | της | ξέστρας | των | ξεστρών |
αιτιατική | την | ξέστρα | τις | ξέστρες |
κλητική | ξέστρα | ξέστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξέστρα θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξέω