ξέστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέστρωμα τα ξεστρώματα
      γενική του ξεστρώματος των ξεστρωμάτων
    αιτιατική το ξέστρωμα τα ξεστρώματα
     κλητική ξέστρωμα ξεστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξέστρωμα < ξεστρώ(νω) + -μα [1] < μεσαιωνικά ελληνικά ξεστρώνω < ξε- + στρώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkse.stɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέ‐στρω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξέστρωμα ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στρώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]