ξήρανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξήρανση | οι | ξηράνσεις |
γενική | της | ξήρανσης* | των | ξηράνσεων |
αιτιατική | την | ξήρανση | τις | ξηράνσεις |
κλητική | ξήρανση | ξηράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξηράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξήρανση < ξηραίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξήρανση θηλυκό
- η φυσική ή τεχνητή διαδικασία αφαίρεσης των υγρών από έναν φυτικό ή ζωικό ιστό
- η αποξήρανση μιας περιοχής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξήρανση
|