οίστρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίστρος | οι | οίστροι |
γενική | του | οίστρου | των | οίστρων |
αιτιατική | τον | οίστρο | τους | οίστρους |
κλητική | οίστρε | οίστροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οίστρος < αρχαία ελληνική οἶστρος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οίστρος αρσενικό
- (ζωολογία) είδος δίπτερων εντόμων που ενοχλούν, τρελαίνουν ορισμένα ζώα
- πνευματική και ψυχική διέγερση
- (βιολογία) το σύνολο των φαινομένων που σχετίζονται με την ωορρηξία των θηλαστικών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έμπνευση, διέγερση