οβελίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/90/Place_de_la_Concorde_Luxor_obelisk_dsc00775.jpg/200px-Place_de_la_Concorde_Luxor_obelisk_dsc00775.jpg)
οβελίσκος αρσενικό
- ο λατρευτικός μονολιθικός στύλος (κυλινδρικός ή τετράεδρος) που τοποθετείτο ζευγαρωτά, συνήθως στην είσοδο αρχαίων αιγυπτιακών ναών. Αυτοί οι στύλοι συνήθως απολήγουν σε μικρή πυραμίδα. Γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για κάθε μνημείο που έχει αυτή τη μορφή.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οβελίσκος
|