ογδοντάρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογδοντάρισσα < ογδοντάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ογδοντάρισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ογδοντάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογδοντάρισσα
|