ογδοντάχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ογδοντάχρονος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπερογδοντάχρονος
- → δείτε τις λέξεις ογδόντα και χρόνος
δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογδοντάχρονος