ογκίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ογκίδιο | τα | ογκίδια |
γενική | του | ογκίδιου & ογκιδίου |
των | ογκίδιων & ογκιδίων |
αιτιατική | το | ογκίδιο | τα | ογκίδια |
κλητική | ογκίδιο | ογκίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκίδιο < υποκοριστικό του όγκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ογκίδιο ουδέτερο
- μικρός σε διαστάσεις όγκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογκίδιο
|