ογκομείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ογκομείωση | οι | ογκομειώσεις |
γενική | της | ογκομείωσης* | των | ογκομειώσεων |
αιτιατική | την | ογκομείωση | τις | ογκομειώσεις |
κλητική | ογκομείωση | ογκομειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ογκομειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκομείωση < όγκος + -ο- + μείωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tumor debulking)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ογκομείωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)