πάγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάγκα | οι | πάγκες |
γενική | της | πάγκας | των | πάγκων |
αιτιατική | την | πάγκα | τις | πάγκες |
κλητική | πάγκα | πάγκες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάγκα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ga/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐γκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγκα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάγκα
|